κυπαρισσόκομος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
κυπαρισσόκομον, with cypress foliage, Sch.Il.13.132.
German (Pape)
[Seite 1534] erwähnt Schol. Il. 13, 132, mit Cypressen belaubt.
Greek (Liddell-Scott)
κυπαρισσόκομος: -ον, ἔχων κόμην, φύλλωμα κυπαρίσσου, Σχόλ. Ἰλ. Ν. 132.
Greek Monolingual
κυπαρισσόκομος, -ον (Α)
(για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + -κομος (< κόμη), πρβλ. ιππόκομος, φυλλόκομος].