κυπαρισσόκομος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρισσόκομος Medium diacritics: κυπαρισσόκομος Low diacritics: κυπαρισσόκομος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: kyparissókomos Transliteration B: kyparissokomos Transliteration C: kyparissokomos Beta Code: kuparisso/komos

English (LSJ)

κυπαρισσόκομον, with cypress foliage, Sch.Il.13.132.

German (Pape)

[Seite 1534] erwähnt Schol. Il. 13, 132, mit Cypressen belaubt.

Greek (Liddell-Scott)

κυπαρισσόκομος: -ον, ἔχων κόμην, φύλλωμα κυπαρίσσου, Σχόλ. Ἰλ. Ν. 132.

Greek Monolingual

κυπαρισσόκομος, -ον (Α)
(για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + -κομος (< κόμη), πρβλ. ιππόκομος, φυλλόκομος].