κόβαλα

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Russian (Dvoretsky)

κόβᾱλα: τά κόβαλος
1 плутни, проказы Arph.

Mantoulidis Etymological

(=πανοῦργα παιχνίδια, ἀπάτες). Εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ κόβαλος (=πανοῦργος).