τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
κόβᾱλα: τά κόβαλος1 плутни, проказы Arph.
(=πανοῦργα παιχνίδια, ἀπάτες). Εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ κόβαλος (=πανοῦργος).