κύντερος
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
α, ον, Comp. Adj. formed from κύων,
A more dog-like, i.e. more shameless (cf. κύων II), Hom. only in neut., ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο Il.8.483; οὐ… κ. ἄλλο γυναικός Od.11.427; οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κ. ἄλλο 7.216; more horrible, κ. ἄλλο ποτ' ἔτλης 20.18: later in masc., κυνῶν κύντερος Anon. ap. Suid. s.v. Διονυσίων.
2 Sup. κύντατος, η, ον, μερμήριζε... ὅ τι κύντατον ἔρδοι Il.10.503; κ. ἐνιαυτός h.Cer.306; κ. ἀνδρῶν A.R.3.192; once in Trag., τὰ κ. ἄλγη κακῶν E. Supp.807 (lyr.); in later Prose, Phld.Ir.p.24 W.
II Comp. κυντερώτερος A.Fr.432, Pherecr.106: Sup. κυντατώτατος Eub.85, but κυντότατος Arist.Fr.77.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 plus impudent litt. plus chien;
2 pire, plus terrible.
Étymologie: Cp. de κυν-, radic. de κύων ; cf. κύντατος.
German (Pape)
Kompar. von κύων, der Hund, abgeleitet, hündischer, d.i. schamloser, unverschämter, schrecklicher; Il. 8.483, Od. 11.426; οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο 7.216; καὶ κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης 20.18; sp.D., wie Ap.Rh. 1.1064, 2.474; – κυντερώτερος soll Aesch. gesagt haben, frg. 422, und Eubul., B.A. 101.30, wo aus Arist. auch der superl. κυντότατος erwähnt wird.
Russian (Dvoretsky)
κύντερος: [compar. к κύων (только n κύντερον) более ужасный, более страшный: οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο Hom. ибо нет ничего ужаснее гложущего желудка, т. е. голода; καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης Hom. ты вытерпел нечто и пострашнее.
Greek (Liddell-Scott)
κύντερος: -α, -ον, Συγκρ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κύων, ὁμοιότερος πρὸς κύνα, δηλ. ἀναιδέστερος, ἀναισχυντότερος, θρασύτερος (πρβλ. κύων ΙΙ), Ὅμ. μόνον ἐν τῷ οὐδ., ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο Ἰλ. Θ. 483· οὐ... κύντερον ἄλλο γυναικὸς Ὀδ. Λ. 427· οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο Η. 216· ― τρομερώτερον (πρᾶγμα), κύντερον ἄλλο ποτ’ ἔτλης Υ. 18· ― παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἀρσ., κυνῶν κύντερος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Διονυσίων. ΙΙ. Ὑπερθ. κύντατος, η, ον, μερμήριζε... ὅ τι κύντατον ἔρδοι Ἰλ. Κ. 503· κ. ἐνιαυτὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 307· κύντατος ἀνδρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 192· τὰ κύντατ’ ἄλγη κακῶν ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 807 (λυρ.)· ― οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.· ― Συγκριτικόν τι κυντερώτερος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλου καὶ Φερεκρ. ὑπὸ Φωτ. 188. 24· καὶ Ὑπερθ. -ώτατος ἐκ τοῦ Εὐβούλ.· καὶ τύπος τις κυντότατος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 69).
English (Autenrieth)
comp., sup. κύντατος: more (most) dog like, i. e. shameless, impudent, audacious, Il. 10.503.
Greek Monolingual
κύντερος, -έρα, -ον (Α)
1. αναιδέστερος, θρασύτερος («ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο», Ομ. Ιλ.)
2. τρομερότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. -τερος].
Greek Monotonic
κύντερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το κύων,
I. περισσότερο όμοιος με σκύλο, δηλ. περισσότερο αδιάντροπος, αυθάδης, σε Όμηρ.· περισσότερο απεχθής, πιο φρικτός, κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης, σε Ομήρ. Οδ.
II. υπερθ., κύντατος, -η, -ον, ο πιο αδιάντροπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
κύντερος, η, ον [comp. adj. formed from κύων
I. more dog-like, i. e. more shameless, more audacious, Hom.; more horrible, κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης Od.
II. Sup. κύντατος, η, ον most audacious, Il., Hhymn.