κύουρα
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ἡ, a plant, used to procure abortion, Agatho Sam. ap. Stob. 4.36.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plante qui fait avorter.
Étymologie: κύος.
Russian (Dvoretsky)
κύουρα: ἡ киура (растение, употреблявшееся как абортивное средство) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κύουρα: ἡ, βοτάνη πηγάνῳ παρόμοιος χρησιμεύουσα εἰς ἐξάμβλωσιν, Ἀγάθων Σάμ. παρὰ Στοβ. 540. 39, Πλούτ. 1. 1160F.
Greek Monolingual
κύουρα, ἡ (Α)
είδος βοτάνου που χρησιμοποιούνταν ως εκτρωτικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + οὐρά.