κύριξις
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, butting with the horns, Ael.NA16.20.
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, das Stoßen mit den Hörnern, Ael. H. A. 16, 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
combat à coups de cornes.
Étymologie: κυρίσσω.
Greek (Liddell-Scott)
κύριξις: -εως, ἡ, κεράτισμα, Αἰλ. π. Ζ. 16. 20.
Greek Monolingual
κύριξις, ἡ (Α) κυρίσσω
το χτύπημα με τα κέρατα, το κεράτισμα.