κύφελλα
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ῠ], τά, (cf. κύπελλον):—only in Alexandrian Poets,
1 hollows of the ears, Lyc.1402.
2 clouds of mist, Call.Fr.300; κ. ἰῶν clouds of arrows, Lyc.1426.
Russian (Dvoretsky)
κύφελλα: τά облака или туманы (Aesch. - v.l. к νέφη).
Greek (Liddell-Scott)
κύφελλα: ῠ, τά, (συγγεν. τῇ λέξει κύπελλον)· ― μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, 1) αἱ κοιλότητες τῶν ὤτων, Λυκόφρ. 1402. 2) νέφη ὁμίχλης, Καλλ. Ἀποσπ. 300· (ὁ Δινδ. διορθοῖ κύφελλ’ ἀντὶ νέφη δ’ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 793)· ἐν Λυκόφρ. 1426, κ. ἰῶν, σύννεφα βελῶν.
Greek Monolingual
κύφελλα, τὰ (Α)
1. οι κοιλότητες τών αφτιών
2. νέφη ομίχλης
3. φρ. μτφ. «κύφελλα ἰῶν» — πλήθη βελών, σύννεφα από βέλη
4. (στον εν.) τo κύφελ(λ)ον
το ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η λ. προέρχεται από κρύπελλα
αργότερα η λ. συνδέθηκε με τον τ. κύπελλον.
Frisk Etymology German
κύφελλα: {kŭ́phella}
Grammar: pl. n.
Meaning: ‘Ohrhöhlen (Lyk.), Wolken (Lyk., Kall.).
Etymology: Alexandrinisches Wort; vgl. κύπελλα. Gegen die Verbindung mit κυφός (z.B. Bq) mit Recht WP. 1, 375. Die Bed. Wolken sucht Persson Beitr. 1, 195 durch einen Verweis auf lat. cava nubes, umbra zu erläutern.
Page 2,57-58