κώμιον
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
τό, Dim. of κώμη, Str.10.5.3, Plu.2.773b.
German (Pape)
[Seite 1544] τό, dim. von κώμη (sollte also κωμίον accent. sein), Dörfchen; Strab. X, 485; Plut. amat. narr. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit village, bourgade, hameau.
Étymologie: κώμη.
Russian (Dvoretsky)
κώμιον: τό деревушка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κώμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κώμη, Στράβ. 485, Πλούτ. 2. 773Β.
Greek Monolingual
κώμιον, τὸ (Α) κώμη
μικρή κώμη («κώμιον ὑπὸ ἁλιέων συνοικούμενον», Στράβ.).