λάξευμα

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάξευμα Medium diacritics: λάξευμα Low diacritics: λάξευμα Capitals: ΛΑΞΕΥΜΑ
Transliteration A: láxeuma Transliteration B: laxeuma Transliteration C: laxevma Beta Code: la/ceuma

English (LSJ)

-ατος, τό, hewn work in stone, Anon.Prog. in Rh.1.640 W.

German (Pape)

[Seite 15] τό, das aus Stein Gehauene, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λάξευμα: τό, τὸ λαξεύειν, σκάλισμα, «ὁ ἑρμογλύφος πῶς ἂν εἴποις τοὺς λίθους ἀπέξεσε... ἢ πῶς αὐτοὺς τοῖς λαξεύμασι κατεποίκιλεν» Ρήτορες (Walz) 1. 640.

Greek Monolingual

το (AM λάξευμα) λαξεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λαξεύω, σκάλισμα.