λέιζερ

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

το
φυσ.
1. διάταξη σύμφωνης ενίσχυσης ή παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με χρήση της ενέργειας διεγέρσεως ατομικών ή μοριακών συστημάτων που βρίσκονται σε κατάσταση συντονισμού
2. η ακτινοβολία που εκπέμπεται από μια τέτοια διάταξη («ακτίνες λέιζερ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laser, που είναι προφορά της ακρωνυμίας η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα τών λέξεων: Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation «ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας»].