λαβροπότης
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
λαβροπότης, ὁ (Α)
αυτός που πίνει χωρίς μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινοπότης, υδατοπότης.