λαογραφία
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
ἡ, enrolment, census, LXX 3 Ma.2.28; assessment for poll-tax, κατ' ἄνδρα PTeb.103.1 (i B. C.), al.; later, poll-tax, BGU1613 B ii 7 (i A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱογραφία: ἡ, ἀπογραφὴ τοῦ λαοῦ, census, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Β΄, 28).
Greek Monolingual
η (Α λαογραφία)
νεοελλ.
η επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό ενός λαού σε μια εξελιγμένη βαθμίδα του, όπως αυτός παρουσιάζεται στις διάφορες εκφάνσεις του και στην άγραφη λογοτεχνία του, δηλαδή στις παραδόσεις, στα ήθη και έθιμα, στα τραγούδια, στην καθημερινή ζωή, σε εργαλεία και μέσα παραγωγής, σκεύη, κοσμήματα, χειροτεχνήματα κ.ά.
αρχ.
1. η απογραφή του πληθυσμού («τοὺς Ἰουδαίους εἰς λαογραφίαν... ἀχθῆναι», ΠΔ)
2. αναλογικός προσδιορισμός του κεφαλικού φόρου
3. συνεκδ. κεφαλικός φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαογράφος. Τη λ. με τη νεοελληνική της σημ. χρησιμοποίησε ο Ν. Πολίτης για να αποδώσει τον γερμ. όρο Volkskunde].
German (Pape)
[λᾱ], ἡ, das Aufschreiben des Volkes, der Census, Sp.