λαογράφος

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαογρᾰ́φος Medium diacritics: λαογράφος Low diacritics: λαογράφος Capitals: ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: laográphos Transliteration B: laographos Transliteration C: laografos Beta Code: laogra/fos

English (LSJ)

ὁ, officer in charge of enrolments, Sammelb. 4299.1 (iii AD).

Greek Monolingual

ο (Α λαογράφος)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία
αρχ.
1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό
2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι λόγια και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία (βλ. και λαογραφία)].