λαογράφος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ὁ, officer in charge of enrolments, Sammelb. 4299.1 (iii AD).
Greek Monolingual
ο (Α λαογράφος)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία
αρχ.
1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό
2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι λόγια και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία (βλ. και λαογραφία)].