λαρισαιοποιοί

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

λαρισαιοποιοί ή λαρισοποιοί, οἱ (Α)
οι κατασκευαστές λαρισαϊκών αγγείων ή, κατά δ. ερμ., οι άρχοντες οι οποίοι, με ειδική τελετουργία, έκαναν Λαρισαίο πολίτη κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λαρισαίος + -ποιός (< ποιῶ)].