λατόμημα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
-ατος, τό, stone hewn from a quarry, D.S.3.13.
German (Pape)
[λᾱ], τό, das ausgebrochene Felsstück, der Stein, DS. 3.13.
Russian (Dvoretsky)
λᾱτόμημα: ατος τό вырубленная каменная глыба Diod.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτόμημα: τό, λίθος κοπεὶς ἐκ λατομείου, Διόδ. 3. 13.