λερός

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

-ή, -ό
βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος, λερωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀλερός «ακάθαρτος», με αποβολή του άτονου αρκτικού -ο- (πρβλ. ὀμάτιον> μάτι). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < αρχ. λειρός «ωχρός»].