λεσχηνόριος
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
ὁ, epithet of Apollo, as guardian of the meetings in the λέσχαι, Cleanth.Stoic.1.123, Plu.2.385c, Corn.ND32:—Dor. Λεσχᾱνόριος, ὁ (sc. μήν), a month in Thessaly, IG9(2).509, al.; in Crete, λεσχηνορία [νεμονηΐα] Supp.Epigr.1.410 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Beiname des Apollo, wie von λεσχήνωρ, λεσχαίνω gebildet, als Vorstehers der Versammlungen in den λέσχαι, Harpocr.; vgl. Plut. de ει ap. Delph. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui préside aux entretiens, aux assemblées (Apollon).
Étymologie: λέσχη.
Greek (Liddell-Scott)
λεσχηνόριος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς προστάτου τῶν συνελεύσεων ἐν ταῖς λέσχαις, Πλούτ. 2. 385C, Κλέανθης παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. λέσχαι. ΙΙ. λεσχανόριος, ὁ, μὴν ἐν Λαρίσῃ τῇ Θεσσαλικῇ, Ἐπιγρ. παρὰ Heuzey ἐν Le mont Olympe etc. σ. 466, 469, 472.
Greek Monolingual
λεσχηνόριος και λεσχανάριος και δωρ. τ. λεσχανόριος, ὁ (Α)
1. προσωνυμία του Απόλλωνος ως προστάτη τών λεσχών
2. (στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) Λεσχανόριος
επιγρ. ονομασία ενός μήνα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Λεσχήνωρ (< λέσχη + -ήνωρ < ἀνήρ)].