λεσχολογία
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
ἡ, superfluity of words, PMag.Par.1.2085.
Greek Monolingual
λεσχολογία, ἡ (Α)
πάπ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + -λογία (< -λόγος < λέγω)].