λεσχολογία
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ἡ, superfluity of words, PMag.Par.1.2085.
Greek Monolingual
λεσχολογία, ἡ (Α)
πάπ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + -λογία (< -λόγος < λέγω)].