λευκοθώραξ
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, ἡ, with white cuirass, X.An.1.8.9.
German (Pape)
[Seite 34] ακος, ὁ, mit weißem Harnisch, Xen. An. 1, 8, 9.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
à cuirasse blanche.
Étymologie: λευκός, θώραξ.
Russian (Dvoretsky)
λευκοθώραξ: ᾱκος adj. покрытый белой броней (ἱππεῖς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοθώραξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ἔχων λευκὸν θώρακα, Ξεν. Ἀν. 1. 8. 9.
Greek Monolingual
λευκοθώραξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορεί λευκό θώρακα («ἦσαν ἱππεῖς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων», Ξεν.).
Greek Monotonic
λευκοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκό θώρακα, σε Ξεν.