λευκοφλεγματίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A one of a leuco-phlegmatous temperament, Hp.Epid. 3.14.
2 ὁ λ. ὕδερος oedematous dropsy, anasarca, Gal.10.82, al.
German (Pape)
[Seite 35] ὁ, der an der Bleichsucht leidet, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοφλεγμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων κρᾶσιν λευκοφλεγματικήν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 3. 1090. 2) = λευκοφλεγματώδης, ὕδερος Γαλην.
Greek Monolingual
λευκοφλεγματίας, ὁ (Α) λευκοφλέγματος
1. αυτός που πάσχει από λευκοφλεγματία
2. λευκοφλεγματώδης.