λεχεποίη
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
ἡ, (λέχος, ποία) grown with grass fit to make a bed, i.e. grassy, meadowy, epithet of various towns, Il.2.697, h.Ap.224, h.Merc. 88:—masc. λεχεποίης, ου, of the river Asopus, from its grassy banks, Il.4.383, Orac. ap. Hdt.9.43.—Hom. has both forms in acc. sg. only; the dat. occurs ap.Hdt.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
λεχεποίη: ἡ, (λέχος, ποία) ἔχουσα ἄφθονον πόαν πρὸς κατασκευὴν στρωμάτων, δηλ. ποώδης, χλοερά, ἐπίθ., τῶν πόλεων Πτελεοῦ, Τευμησσοῦ καὶ Ὀγχηστοῦ, Ἰλ. Β. 697, Ὁμ, Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 223, αὐτόθι εἰς Ἑρμ. 88· - τὸ ἀρσ. λεχεποίης, ου, ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ διὰ τὰς χλοερὰς αὐτοῦ ὄχθας, Ἰλ. Δ. 383, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 9. 43. - Ὁ Ὅμ. ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους μόνον καθ’ ἑνικὴν αἰτ.· ἡ δότ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monotonic
λεχεποίη: ἡ, (λέχος, ποία), αυτή που έχει άφθονο και καλό χόρτο για την κατασκευή στρωμάτων, δηλ. ποώδης, χλοερή, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν.· το αρσ. λεχεποίης, -ου, λέγεται για τον ποταμό Ασωπό, από τις χλοερές του όχθες, σε Ομήρ. Ιλ., Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Middle Liddell
λεχε-ποίη, ἡ, λέχος, ποία
grown with grass fit to make a bed, i. e. grassy, meadowy, Il., Hhymn.