λεώλεθρος
From LSJ
English (LSJ)
v. λέως.
German (Pape)
[Seite 37] mit dem ganzen Volke, ganz u. gar verderbt. Hesych.
Greek Monolingual
λεώλεθρος, ὁ (Α)
λεωκόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξιώλεθρος].
Full diacritics: λεώλεθρος | Medium diacritics: λεώλεθρος | Low diacritics: λεώλεθρος | Capitals: ΛΕΩΛΕΘΡΟΣ |
Transliteration A: leṓlethros | Transliteration B: leōlethros | Transliteration C: leolethros | Beta Code: lew/leqros |
v. λέως.
[Seite 37] mit dem ganzen Volke, ganz u. gar verderbt. Hesych.
λεώλεθρος, ὁ (Α)
λεωκόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξιώλεθρος].