λημέρι

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

το
1. τόπος διαμονής στην ύπαιθρο και ειδικότερα το καταφύγιο, το κρησφύγετο τών αρματολών και τών κλεφτών επί τουρκοκρατίας ή το ενδιαίτημα ληστών
2. φωλιά άγριων ζώων
3. συν. στον πληθ. τα λημέρια
τόπος όπου συχνάζει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < ολημερίζω «περνώ όλη τη μέρα < αρχ. επίθ. ὁλ-ήμερος, με αποβολή του αρκτικού ο
(πρβλ. ὀμιλῶ: μιλώ, ὀμμάτιον: μάτι)].