ληναΐτης

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

German (Pape)

[Seite 40] = ληναϊκός, θόρυβος, Ar. Equ. 544, das Beifallklatschen am Lenäenfest.

Greek Monolingual

ληναΐτης, ὁ (Α) Λήναι
ληναϊκός.