λιβανωτίδιον
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
τό, Dim. of λιβανωτίς (B), small censer, Roussel Cultes Égyptiens p.217 (Delos, ii B.C.).
Greek Monolingual
λιβανωτίδιον, τὸ (Α) λιβανωτίς
μικρό σκεύος μέσα στο οποίο έκαιγαν λιβάνι, μικρό λιβανιστήρι.