λιβανωτικός
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
λιβανωτική, λιβανωτικόν,
A consisting in frankincense, φορτία Raccolta Lumbroso 119 (iii B.C.), OGI 132.11 (ii B.C.).
II of or for the manufacture of frankincense, (ἐργασία) PSI6.628.5 (iii B.C.).
Greek Monolingual
λιβανωτικός, -ή, -όν (Α) λιβανωτός
1. αυτός που αποτελείται από λιβάνι
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιβάνι ή χρησιμοποιείται για την κατεργασία του λιβανιού.