λινουλκός

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουλκός Medium diacritics: λινουλκός Low diacritics: λινουλκός Capitals: ΛΙΝΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: linoulkós Transliteration B: linoulkos Transliteration C: linoulkos Beta Code: linoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω) of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.

Greek Monolingual

λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, τοξουλκός].