οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
κάνω λογοπαίγνια, καλαμπουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].