λοιπασμός
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ὁ, want, cj. for ἐλειπασμός in Ps.-Luc.Philopatr. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
reliquat d'impôts, de contributions.
Étymologie: λοιπός.
Greek Monolingual
λοιπασμός, ὁ (Α) λοιπάζω
καθυστέρηση πληρωμής χρέους.
Russian (Dvoretsky)
λοιπασμός: ὁ неуплаченная часть, недоимка (Luc. - v.l. ἐλλειπασμός).