λυκοκάρδιος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
λυκοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά σαν του λύκου, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, ταραξικάρδιος].