οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
ο (Α λυκόδους, -οντος)νεοελλ.ισχυρή σφήνα που συγκρατεί τα λουριά της άμαξαςαρχ.στον πληθ. οι λυκόδοντεςοι κυνόδοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. κρατερόδους, χαλκόδους)].