λυκόδους
From LSJ
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek Monolingual
ο (Α λυκόδους, -οντος)
νεοελλ.
ισχυρή σφήνα που συγκρατεί τα λουριά της άμαξας
αρχ.
στον πληθ. οι λυκόδοντες
οι κυνόδοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. κρατερόδους, χαλκόδους)].