λυχνοπέτα
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
η
ονομασία της νυχτερίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυχνοπέτα αντί νυχτοπέτα «αυτή που πετά τη νύχτα», λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως της λ. με τον λύχνο].