λύγκειος

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγκειος Medium diacritics: λύγκειος Low diacritics: λύγκειος Capitals: ΛΥΓΚΕΙΟΣ
Transliteration A: lýnkeios Transliteration B: lynkeios Transliteration C: lygkeios Beta Code: lu/gkeios

English (LSJ)

α, ον, (Λυγκεύς) of Lynceus, βλέμμα App.Anth.3.79 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 67] vom Luchs, luchsartig, bes, scharfsehend wie der Luchs, λύγκειον βλέμμα, Posidipp. 15 a (App. 66).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lynx.
Étymologie: λύγξ¹.

Russian (Dvoretsky)

λύγκειος: рысий (βλέμμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λύγκειος: -α, -ον, (λύγξ, ὁ), ὁ τοῦ λυγκός, ὀξυδερκής, λυγκείου βλέμματος Ποσείδιππ. παρὰ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 7, 664.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM λύγκειος, -εία, -ον) [[[λυγξ]] (I)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα
2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

λύγκειος: -α, -ον (λύγξ, ὁ), οξυδερκής, σε Ανθ.

Middle Liddell

λύγκειος, η, ον λύγξ, ὁ]
lynx-like, Anth.