λύγκειος
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
α, ον, (Λυγκεύς) of Lynceus, βλέμμα App.Anth.3.79 (Posidipp.).
German (Pape)
[Seite 67] vom Luchs, luchsartig, bes, scharfsehend wie der Luchs, λύγκειον βλέμμα, Posidipp. 15 a (App. 66).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lynx.
Étymologie: λύγξ¹.
Russian (Dvoretsky)
λύγκειος: рысий (βλέμμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λύγκειος: -α, -ον, (λύγξ, ὁ), ὁ τοῦ λυγκός, ὀξυδερκής, λυγκείου βλέμματος Ποσείδιππ. παρὰ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 7, 664.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λύγκειος, -εία, -ον) [[[λυγξ]] (I)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα
2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
λύγκειος: -α, -ον (λύγξ, ὁ), οξυδερκής, σε Ανθ.