Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
3ᵉ pl. ao.2 Moy. (au sens Pass.) de λύω.
λύντο: γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λύω.
λύντο: эп. 3 л. pl. aor. 2 med.-pass. к λύω.