λῖς
French (Bailly abrégé)
v. λίς¹.
Greek (Liddell-Scott)
λῖς: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ λέων, τὸ πλεῖστον κατ’ ὀνομ., ἐφάνη λῖς ἠϋγένειος Ἰλ. Ο. 275, πρβλ. Λ. 239., Σ. 318, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 172· κατ’ αἰτ., ἐπὶ τε λῖν ἤγαγε δαίμων Ἰλ. Λ. 480, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1173, Θεόκρ. 13. 6· ὡς ὀνομαστ. καὶ δοτ. τοῦ πληθ. λῖες, λίεσσι εὕρηνται παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Εὐφόρ. Ἀποσπ. 27, Καλλ. Ἀποσπ. 468. [Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραφε λίς, λίν, λίες, καὶ τὸν τονισμὸν τοῦτον ἀπεδέξαντο οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν. Ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς Ὁμηρικοῖς χωρίοις τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς καὶ ἐν Θεοκρ. καὶ Εὐφόρ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πιθ. παρὰ Καλλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· δι’ ὃ ἕτεροι Γραμματ. γράφουσι λῖς, λῖν, λῖες.]
Frisk Etymological English
1 (λίς)
Meaning: lion
See also: s. λέων.
Frisk Etymology German
λῖς: 1. (λίς)
{lĩs}
Grammar: m.
Meaning: Löwe
See also: s. λέων.
Page 2,128
German (Pape)
ὁ, oder nach Aristarch. λίς, vgl. Wolf Anal. 4, p. 508, ep. = λέων, der Löwe; Hom. Il. 17.109, 18.318, acc. λῖν, 11.480, wie Hes. Sc. 172; Theocr. 13.61 und a. sp.D., die auch den plur. λῖες od. λίες nach Choerobosc. in B.A. 1194 und λίεσσι haben; Callim. fr. 468 bei Schol. Il. 11.480; λεῖς steht, Gell. N.A. 13.7; vgl. Lobeck paralipp. 85.