μάσασθαι
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
v. ἐπιμαίομαι. μάσδα, μασδός, Dor. for μᾶζα, μαζός.
German (Pape)
[Seite 97] aor. zu μαω, betasten, Od. 11, 591.
Greek (Liddell-Scott)
μάσασθαι: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιμαίομαι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσασθαι· ἐφάψασθαι, καθᾶραι».
Greek Monotonic
μάσασθαι: βλ. ἐπι-μαίομαι.