μέσατος
From LSJ
English (LSJ)
A v. μέσσατος.
II Subst. μ., ὁ, arbitrator, PKlein. Form.402 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 136] poet. = μέσος (mit Superlativendung, vgl. τρίτατος), der mittelste, Ar. Vesp. 1502; μεσάτην ἐς κραδίην, Marian. Schol. 1 (Plan. 201). S. auch μέσσατος.
French (Bailly abrégé)
Sp. poét. de μέσος.
Russian (Dvoretsky)
μέσατος: эп. μέσσατος superl. к μέσος.
Greek (Liddell-Scott)
μέσᾰτος: -η, -ον, ἴδε μέσσατος.
Greek Monolingual
μέσατος, -η, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. μέσσατος.
Greek Monotonic
μέσᾰτος: -η, -ον, βλ. μέσσατος.
Middle Liddell
μέσᾰτος, η, ον [v. μέσσατος.]