μαζοφορίς

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοφορίς Medium diacritics: μαζοφορίς Low diacritics: μαζοφορίς Capitals: ΜΑΖΟΦΟΡΙΣ
Transliteration A: mazophorís Transliteration B: mazophoris Transliteration C: mazoforis Beta Code: mazofori/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (φέρω) = μαζονόμος (trencher for serving barley cakes on), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοφορίς: -ίδος, ἡ, (φέρω) = μαζονόμος· «μαζοφορίς· ὅμοιον κανῷ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαζοφορίς, -ίδος ἡ (Α)
το μαζονόμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + -φορίς (< θ. φορ- του φέρω, πρβλ. φόρος), πρβλ. αρτοφορίς, ιματιοφορίς].

German (Pape)

ίδος, ἡ, Schüssel zum Gerstenbrotauftragen, wie μαζονόμιον ὅμοιον κανῷ, Hesych.