μακροχρονιότητα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η (Α μακροχρονιότης, -ητος) μακροχρόνιος
1. η μακρά διάρκεια, το μεγάλο χρονικό διάστημα
2. μακροζωία, μακροβιότητα.