μακρόφυλλος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφυλλος Medium diacritics: μακρόφυλλος Low diacritics: μακρόφυλλος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: makróphyllos Transliteration B: makrophyllos Transliteration C: makrofyllos Beta Code: makro/fullos

English (LSJ)

μακρόφυλλον, long-leaved, Dsc.3.26 (Comp.), Sch.D Od. 13.102.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ φύλλα, Σχόλ. εἰς Ὀδύσ. 13. 102.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακρόφυλλος, -ον)
(για φυτό) αυτός που έχει επιμήκη και μεγάλα φύλλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μακρόφυλλο βοτ. τύπος φύλλου, συνήθως μεγάλων διαστάσεων, που είναι χαρακτηριστικός τών σπερματοφύτων και τών πτερίδων, αλλ. μεγάφυλλο.

German (Pape)

langblättrig, Schol. Od. 13.102.