μακρόφυλλος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
μακρόφυλλον, long-leaved, Dsc.3.26 (Comp.), Sch.D Od. 13.102.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ φύλλα, Σχόλ. εἰς Ὀδύσ. 13. 102.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακρόφυλλος, -ον)
(για φυτό) αυτός που έχει επιμήκη και μεγάλα φύλλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μακρόφυλλο βοτ. τύπος φύλλου, συνήθως μεγάλων διαστάσεων, που είναι χαρακτηριστικός τών σπερματοφύτων και τών πτερίδων, αλλ. μεγάφυλλο.
German (Pape)
langblättrig, Schol. Od. 13.102.