μαμμοπάτωρ

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαμμοπάτωρ Medium diacritics: μαμμοπάτωρ Low diacritics: μαμμοπάτωρ Capitals: ΜΑΜΜΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: mammopátōr Transliteration B: mammopatōr Transliteration C: mammopator Beta Code: mammopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, maternal grandfather, Inscr.Cypr. 159 H.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμοπάτωρ: μητροπάτωρ, Ἐπιγραφ. Κύπρ. Hoffm. 159.

Greek Monolingual

μαμμοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + πατήρ (πρβλ. βασιλοπάτωρ)].