μανδραγόρα
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
μανδραγόρα και μανδραγούρα και μαντραγούρα, ἡ (Μ)
1. το φυτό μανδραγόρας
2. (σκωπτικώς) γυναίκα μάγισσα («συνήχθησαν... αἱ μανδραγοῦραι μάλιστα καὶ πρωτοκουρκουσοῦραι», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μανδραγόρας, με αλλαγή γένους].
German (Pape)
ἡ, = μανδραγόρας, zweifelhaft.