μανόμετρο

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

το
1. τεχνολ. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της πίεσης ενός ρευστού το οποίο περιέχεται σε κλειστό δοχείο
2. ιατρ. το σφυγμομανόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. manometre < μανός «αραιός» + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].