μανόμετρο

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

το
1. τεχνολ. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της πίεσης ενός ρευστού το οποίο περιέχεται σε κλειστό δοχείο
2. ιατρ. το σφυγμομανόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. manometre < μανός «αραιός» + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].