μαρασμώδης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρασμώδης Medium diacritics: μαρασμώδης Low diacritics: μαρασμώδης Capitals: ΜΑΡΑΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: marasmṓdēs Transliteration B: marasmōdēs Transliteration C: marasmodis Beta Code: marasmw/dhs

English (LSJ)

μαρασμῶδες, wasting, πυρετοί Antyll. ap. Orib.8.17.1, cf. Gal.7.315.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρασμώδης: -ες, μαρασμὸν ἐπιφέρων, φθείρων, πυρετὸς Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α μαρασμώδης, -ῶδες) μαρασμός
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από μαρασμό, μαραζιασμένος
αρχ.
αυτός που επιφέρει μαρασμό, εξασθένηση.

German (Pape)

ες, mit dem Marasmus (s. μαρασμός) behaftet, Medic.