μαρσίπιον
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit sac, bourse.
Étymologie: μάρσιπος.
German (Pape)
τό, dim. von μάρσιπος, Apollod.Car. bei Poll. 10.152, wird auch μαρσύπιον, μαρσίππιον und μαρσίππειον geschrieben, von Moeris als hellenistisch bezeichnet.