μασητήρ
From LSJ
English (LSJ)
μασητῆρος, ὁ, chewer, μῦς μ. a muscle of the lower jaw, used in chewing, Hp.Art.30, Gal.UP16.6, Simp. in Cael.664.4.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰσητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ κατὰ τὴν μάσησιν ἐνεργῶν, μῦς μ., μῦς τῆς κάτω σιαγόνος ἐνεργῶν κατὰ τὴν μάσησιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, auch μασσητήρ geschrieben, der Kauende, μύες, die Kaumuskeln, Medic.