μαυρώνω

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)
μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω
μσν.
1. σκοτεινιάζω
2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ον
μαυρειδερός, μελαψός
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῦμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)
2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῖα δὲ μιν μαυροῦσι θεοί», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, - < ἀμαυρόω, -].