μαχαιροφορά
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
ἡ, sword-bearing, wearing of arms, Wilcken Chr. 13.9 (i A. D.).
Greek Monolingual
μαχαιροφορά, ἡ (Α)
το να κρατά κανείς μαχαίρι ως όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φορά (< φέρω), πρβλ. κοπροφορά, μισθοφορά.