μαῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = λαγώπους 2, Gal.1.649, Alex.Trall.9.1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de cumin, plante.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
μαῖον: τό, = λαγοκύμινον, Ἀλέξ. Τραλλ. 8. 392., 11. 638.
Greek Monolingual
μαῖον, τὸ (Α)
ονομασία φυτού, λαγοκύμινο.
German (Pape)
τό, eine Pflanze, eine Kümmelart, auch λαγοκύμινον genannt.