μεγαλόβιος
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
μεγαλόβιον, illustrious in life, Paul.Al.N.2.
German (Pape)
[Seite 105] ὁ, ein großes, berühmtes Leben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόβιος: -ον, ὁ ἔνδοξον διελθὼν βίον, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50.
Greek Monolingual
μεγαλόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος, νυκτόβιος)].