μεγαλόβιος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόβῐος Medium diacritics: μεγαλόβιος Low diacritics: μεγαλόβιος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΒΙΟΣ
Transliteration A: megalóbios Transliteration B: megalobios Transliteration C: megalovios Beta Code: megalo/bios

English (LSJ)

μεγαλόβιον, illustrious in life, Paul.Al.N.2.

German (Pape)

[Seite 105] ὁ, ein großes, berühmtes Leben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόβιος: -ον, ὁ ἔνδοξον διελθὼν βίον, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50.

Greek Monolingual

μεγαλόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος, νυκτόβιος)].