μεγαλόκαρπος
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
μεγαλόκαρπον, with large fruit, Thphr. HP 4.4.5.
German (Pape)
[Seite 106] mit großen Früchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόκαρπος: -ον, φέρων, παράγων μεγάλους καρπούς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 5.
Greek Monolingual
μεγαλόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει μεγάλους καρπούς.