μεγαλόκαρπος

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκαρπος Medium diacritics: μεγαλόκαρπος Low diacritics: μεγαλόκαρπος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: megalókarpos Transliteration B: megalokarpos Transliteration C: megalokarpos Beta Code: megalo/karpos

English (LSJ)

μεγαλόκαρπον, with large fruit, Thphr. HP 4.4.5.

German (Pape)

[Seite 106] mit großen Früchten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκαρπος: -ον, φέρων, παράγων μεγάλους καρπούς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 5.

Greek Monolingual

μεγαλόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει μεγάλους καρπούς.